ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΕΣ ΑΡΙΕΤΕΣ

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 1821



               “Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”

              (Από την ομιλία της δρ. Φωτεινής Μπέλλου,  του Πανεπιστημίου Μακεδονίας)
                       “Σήμερα,τιμούμε τη λαμπρή επέτειο των 186 χρόνων από την 25η Μαρτίου του 1821 που σηματοδοτεί ιστορικά την ημερομηνία έναρξης της επανάστασης των Ελλήνων από τον Οθωμανικό ζυγό.Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισμού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία
                       Μέχρι σήμερα οι Έλληνες βίωσαν συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείκνυαν γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, οι Έλληνες βιώσαν περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακμής. Ωστόσο, σε καμία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν μειώθηκε ούτε για μια στιγμή το μεγαλείο της αυτοθυσίας και της μεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων της επανάστασης του 1821.
Παρά την  διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αμφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει μοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραμένει το μεγάλο εθνικό κομμάτι της ιστορίας, που το χρειαζόμαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής μας αυτογνωσίας και ως πυξίδα της ιστορικής μας πορείας προς το μέλλον.
 Ήσαν αμέτρητοι οι επώνυμοι και ανώνυμοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν «τα μεγάλα και τα πολλά» που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωμικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκημένους». Ηταν αυτή η μοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες, μέχρι τα Γαυγάμηλα, τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έμαθε μόνον να νικά ή να πεθαίνει. Τίποτε άλλο! Αυτήτη μοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον μεγάλο Αγώνα του Γένους μας, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά η Ιστορία μοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιμή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόμη και αν η γυναικεία φύση εμπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εμείς που θέλουμε, αδιάκοπα, να αντλούμε μαθήματα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουμε πρότυπα ηθικού μεγαλείου,για την ατομική ή συλλογική μας συμπεριφορά, οφείλουμε να ανασύρουμε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουμε στις κορυφές της Εθνικής Μνήμης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά διότι τούτο υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειμενική αποτίμησητων γεγονότων του μεγάλου μας εθνικού ξεσηκωμού.
Γυναίκες ηρωίδες αναφέρονται στη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τη δράση τους ενάντια στον Οθωμανικό ζυγό ακόμα και πριν από την έναρξη της επανάστασης. Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφηνε, ηρωικά, τη ζωή, στην Πύλη του Ρωμανού και πέρναγε στον αιώνιο θρύλο, γεννιόταν στην Λήμνο η Μαρούλα, μια κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την οποία ο Σπύρος Λάμπρος έγραψε ότι, «ήταν αξία ευρυτέρας εκτιμήσεως».
Ο Κωστής Παλαμάς, στο μακροσκελές ποίημά του «Η κόρη της Λήμνου»,σώζει το μεγαλείο αυτής της γενναίας κόρης, που, βλέποντας τον πατέρα της να πέφτει νεκρός, κατά την πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους, το 1475, χωρίς να δειλιάσει,άρπαξε την ασπίδα του και το ξίφος του και οδήγησε τους πολιορκούμενους στο κάστρο Κότσινο σε γενναία έξοδο, Ενετούς και Έλληνες, αναγκάζοντας τους επιδρομείς να υποχωρήσουν και να φύγουν με τα πλοία τους. Αυτή την ηρωίδα ύμνησε, με τον δικό του μοναδικό επικολυρικό τρόπο, ο Παλαμάς:
                      
                                             Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει νάχη,
                                                        Ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά’ ς τη μάχη.
                                                      Ας τρέμει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
                                                        Γυναίκες ήταν οι θεές, παρθένα είναι’ η Νίκη.
                        Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 157071, οι Τούρκοι κατέλαβαν, μετά από πολύμηνη πολιορκία, την Κύπρο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν. Από τα πλήθη των αιχμαλώτων, ο Μουσταφά πασάς ξεχώρισε, για να στείλει στο χαρέμι του σουλτάνου, τις ωραιότερες νέες και τους ωραιότερους νέους. Το άνθος της Κύπρου στοιβάχτηκε σ’ ένα μεγάλο καράβι και δύο μικρότερα, για να πάνε στην Πόλη. Ανάμεσα τους η Μαρία, κόρη ή ανεψιά του καπετάν Πέτρου Συγκλητικού. Πριν προλάβουν τα πλοία να ξεκινήσουν, ηΜαρία έβαλε φωτιά σ’ ένα βαρέλι με μπαρούτι, αποτρέποντας το ατιμωτικό ταξίδι καιχαράσσοντας τον δρόμο που ακολούθησαν, αργότερα, ο Σαμουήλ στο Κούγκι, οΓιωργάκης Ολύμπιος στη μονή Σέκου και η Δέσπω Σέχου – Μπότση στον πύργο του Δημουλά, μεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.Τα μυστικά νήματα της Ιστορίας ένωσαν την αδάμαστη κόρη της Λήμνου και την ηρωική Κυπριωτοπούλα, με την μαρτυρική Δέσπω, που θυσίασε έντεκα κόρες, νύφες και εγγόνια,για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και έγιναν τραγούδι στα χείλη τηςαπαράμιλλης λαϊκής μούσας:
                                                 Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
                                                Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
                                                     Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
                                                  Σκλάβες Τουρκών μη ζήσετε, παιδιά μαζί μ’ ελάτε.
   Και τα φουσέκια άναψε κι όλες φωτιά γενήκαν.
                        Σε μια αυστηρά πατριαρχική και ανδροκρατική κοινωνία, όπως αυτή των Σουλιωτών, ο σεβασμός προς τη γυναίκα ήταν απόλυτος. Ίσως διότι οι Σουλιώτισσες κέρδιζαν τηναναγνώριση των ανδρών με την εξοικείωσή τους στα όπλα και τη συμπεριφορά τους στημάχη. Δίπλα στη Μόσχω Τζαβέλα, τη γυναίκα του Λάμπρου, στη Λένω Μπότσαρη, τηναδελφή του Μάρκου και στη Χάϊδω Σέχου, κάθε Σουλιώτισσα δεν ήταν μόνο μάνα,αδελφή, γυναίκα και κόρη ήρωα. Ήταν και η ίδια, από μόνη της ηρωίδα. Όταν οι άνδρεςμάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεμοφόδια, τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οιμαχητές. Δεν γεννήθηκαν τυχαία, στα ίδια κακοτράχαλα βουνά, οι γυναίκες της Πίνδου το’40. Οι Σουλιώτισσες, με την παρουσία τους στις μάχες εμψύχωναν τους μαχητές, ενίσχυαν την άμιλλά τους, γιγάντωναν την αυτοθυσία τους. Αλλά και έψεγαν όσους τυχόν δείλιαζαν και, κάποτε, τους αφόπλιζαν.
                       Μόνο από τέτοιες γυναίκες θα μπορούσε να μείνει στην Ιστορία το Ζάλογγο, ως υπέρτατο μνημείο αρετής και θυσίας, που υμνήθηκε ακόμη και από τον εχθρό. Πράγματι, στις 18 Δεκεμβρίου 1803, τον θρύλο που έγραψαν με τον χορό τους στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισες,τον παρέδωσε στην ιστορική μνήμη η περιγραφή Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα, ενός αξιωματικού του Αλή πασά, του Σουλεϊμάν Αγά. Η περιγραφή του υπάρχει σε βιβλίο του Ibrahim Manzour efendi, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828. Συγκλονισμένος ο τούρκος αξιωματικός αναφέρει ότι,
                      « οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθμό του,                        στο τέλος των επωδών οι γυναίκες βγάζουν μια διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».
                       Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, μαζί με τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον μεγάλο Αγώνα.
                        Η επανάσταση έχει πια ξεκινήσει και οι Ελληνίδες γράφουν, με το δικό τους πάθος και με την δική τους ξεχωριστή λεβεντιά σελίδες μεγαλείου και δόξας.
                        Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, δυο φορές χήρα και με έξι παιδιά, όλα ταγμένα στον Αγώνα,πρωτοστατεί με το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαμέμνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και μπαίνει θριαμβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αμαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερμανός δημοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασμένος, για τη γυναίκα που το όνομά της και τα ανδραγαθήματά της συζητούνται σε όλη την Ευρώπη:
                        «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουμπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το μεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα μάνα από το  αίσθημα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια»
                      Το ίδιο ατρόμητη θαλασσομάχος και η Δόμνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων,
                     «Τοιαύτη ανεδείχθη και η Δόμνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα μη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας».
                       Η Δόμνα Βισβίζη,την οποία ο Δημ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε με έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προμηθεύοντάς του τρόφιμα και πολεμοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. Δαπάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώματός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το μπρίκι είχε πάθει μεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέμβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το μετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάμο, την τουρκική φρεγάτα.
                       Μια άλλη μεγάλη γυναικεία μορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Γεννήθηκεστην Τεργέστη, από Μυκονιάτισσα μάνα σπαρτιατικής καταγωγής και τον Νικόλαο Μαυρογένη, μεγάλο σπαθάρη του συνώνυμου του και θείου του, ηγεμόνα της Βλαχίας. Μετά τον αποκεφαλισμό του ηγεμόνα από τους Τούρκους, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική μόρφωση και μιλούσε επαρκώς εκτός από την μητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά..Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και μετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο. Με χρήματα της οικογενείας της, αρμάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναμη 800 πολεμιστών.

                       Φορώντας αντρικά ρούχα και ζωσμένη με το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε μέρος σε μάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άμφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεμήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της μάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήμω τελετή ομοία προς την των Ολυμπιακών Αγώνων». Ακόμη, για την τεράστια συμβολή της στην Επανάσταση, της απονεμήθηκε, μοναδικό προς γυναίκα, το αξίωμα του επιτίμου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, με την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέμησε παθιασμένα σε όλα τα πεδία των μαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εμφύλιες διαμάχες, που τροφοδότησε το κύμα του φιλελληνισμού στην Ευρώπη με τις δύο επιστολές που έγραψε, τη μία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάμπτωχη.

















Δεν υπάρχουν σχόλια: